- επίσακτος
- ἐπίσακτος, ὁ (Α)παπυρικό αντί ἐπείσακτος*ο επιπλέον, αυτός που προσαυξάνει και ειδ. για χρήματα ο τόκος.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. επίσακτος αντί επείσακτος < επεισάγω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ԵԿԱՄՈՒՏ — (մտի, ից կամ աց.) NBH 1 0650 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c գ.ա. προσήλυτος, ἑπήλυτος advena Եկ ոք արտաքուստ մտեալ ի թիւ բնակաց. օտարական, կամ նորահաւատ. նորեկ. սպրդեալ ոք. *Մերձենայցէ առ ձեզ եկամուտ. Ել. ՟Ժ՟Բ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)